- συγκαταφέρω
- ΜΑ [καταφέρω, -ομαι]παθ. συγκαταφέρομαικατέρχομαι με άλλον, φέρομαι προς τα κάτω μαζί («ὥς ὕδωρ καὶ χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ)αρχ.1. φέρω μαζί προς τα κάτω2. παθ. (για αρτηρία) παίρνω την ίδια κατεύθυνση με άλλον3. βοηθώ σε κηδεία, πιθ. με οικονομική συνδρομή4. φρ. α) «συγκαταφέρομαι τῷ βάρει τῆς πληγῆς» — πέφτω λόγω ισχυρού χτυπήματος (Διόδ.)β) «συγκαταφερομαι δόξῃ περί τινος» — συμφωνώ με κάποιον (Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.